- ἀπειθῶν
- ἀπειθέωto be disobedientpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀπειθήςdisobedientmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
ԽԵՌ — (ի, ից.) NBH 1 0940 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 11c, 12c ա. (Արմատ ձայնիցս Խըռով, Խռովութիւն. լծ. եւ գրգիռ, հեռ. ռմկ. խըռխըռ.) ἁπειθών inobediens διάστροφος perversus. անսաստ. հեստ. Ըմբոստ. անսանձ. ստահակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)